ἀθλίους

ἀθλίους
ἄθλιος
winning the prize
masc acc pl
ἄθλιος
winning the prize
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ока˫аныи — (21) пр. 1.Несчастный, жалкий; грешный: Наѹчимъсѧ кого подобаѥть блажити к‹о›го ли ока˫ана и страстьна мьнѣти. Изб 1076, 85; ѥлиньскы˫а же б҃ы ѡклевета˫а и рѹга˫асѧ имъ. и покланѧющасѧ имъ ѡка˫аны˫а и прѣль щены˫а нарича˫а. ПрЛ 1282, 87г; ока˫анъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • остращеныи — (25) прич. страд. прош. Страдающий, несчастный: Аще ѹбо азъ остращеныи. по достоиному ми. достоина˫а ми възвѣщаю вамъ. (ὁ ταλαίπωρος) ФСт XIV/XV, 75б; помозите. мною себе а вами мнѣ. мнѣ же ѡстращеному. вашею помощью и заступленьемъ. (τῷ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαβέρης — ο (λ. γαλλ.) 1. το όνομα του αστυνομικού στους «Άθλιους» του Β. Ουγκό. 2. μτφ., άριστος και αδυσώπητος αστυνομικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”